- αλτάνα
- η(λ. ιταλ.), το κοντά σε τοίχο ανθοφυτεμένο χώρισμα αυλής ή κήπου: Στην αυλή μας είχαμε μιαν αλτάνα με αρκετά λουλούδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλτάνα — και αλιτάνα και αρτάνα, η 1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά 2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη 3. γλάστρα με λουλούδια 4. στον πληθ. οι αλτάνες είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
αλτανεύω — [αλτάνα] φυτεύω λουλούδια σε αλτάνα … Dictionary of Greek
αλτανιάζω — [αλτάνα] αλτανεύω* … Dictionary of Greek
αλιτάνα — η η αλτάνα* … Dictionary of Greek
ανθοστοιχία — η σειρά, μπορντούρα ανθοφόρων φυτών ή θάμνων που περιβάλλει τις πρασιές των κήπων, παρτέρι, αλτάνα … Dictionary of Greek
ανθώνας — ο (Μ ἀνθών) 1. μέρος όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται άνθη, ανθόκηπος 2. έκταση που χρησιμοποιείται για ανθοκομία, αλτάνα … Dictionary of Greek
Ασημακόπουλος, Κώστας — (Μυτιλήνη 1936 –). Σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, σταδιοδρόμησε όμως ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Συνεργάστηκε με ραδιόφωνικούς σταθμούς, παρουσιάζοντας τακτικές λογοτεχνικές,… … Dictionary of Greek
altan — altán ( ne), s.n. – Terasă, foişor, mirador. ngr. ἀλτάνα, din it. altana (Meyer, Neugr. St., IV, 8), cf tc. altincik (Şeineanu, II, 18). Cuvînt rar, lipseşte din majoritatea dicţionarelor (apare la Eminescu). Din acelaşi cuvînt tc., altîngic, s.m … Dicționar Român